πολτοποιούμαι

πολτοποιούμαι
πολτοποιούμαι, πολτοποιήθηκα, πολτοποιημένος βλ. πίν. 74 , βλ. πίν. 75

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λειώνω — και λειώ (AM λειῶ, όω, Μ και λειώνω) 1. κάνω κάτι λείο, ομαλό, λειαίνω 2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, λειοτριβώ, μεταβάλλω κάτι στερεό σε παχύρρευστη ή άμορφη μάζα, χυλοποιώ, πολτοποιώ νεοελλ. φρ. «λειώνω κάποιον στο ξύλο» δέρνω κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • χυλώνω — χυλῶ, όω, ΝΜΑ [χυλός] μετατρέπω σε χυλό, πολτοποιώ νεοελλ. (αμτβ.) μετατρέπομαι σε χυλό, πολτοποιούμαι («τα φασόλια χυλώσανε») μσν. 1. αφαιρώ τον χυμό από καρπό ή φυτό («μῆλα χυλώσαντες», Γεωπ.) 2. ραντίζω, διαβρέχω με χυλό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”